- εὐμοιρία
- εὐμοιρίᾱ , εὐμοιρίαhappy possessionfem nom/voc/acc dualεὐμοιρίᾱ , εὐμοιρίαhappy possessionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμοιρία — εὐμοιρία, ἡ (Α) [εύμοιρος] 1. καλοτυχία, ευτυχία, καλή κατάσταση ενός πράγματος, προτέρημα, πλεονέκτημα («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», Λουκιαν.) 2. ευνοϊκή περίσταση, αγαθή συγκυρία («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εὐμοιρίᾳ — εὐμοιρίαι , εὐμοιρία happy possession fem nom/voc pl εὐμοιρίᾱͅ , εὐμοιρία happy possession fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμοιρίας — εὐμοιρίᾱς , εὐμοιρία happy possession fem acc pl εὐμοιρίᾱς , εὐμοιρία happy possession fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμοιρίαν — εὐμοιρίᾱν , εὐμοιρία happy possession fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμοιρίη — εὐμοιρία happy possession fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμοιρίης — εὐμοιρία happy possession fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՋԱՄԱՍՆ — (սին.) NBH 2 0986 Chronological Sequence: 6c ա. εὑμοιρία bone sorte utens. Բարեմասն, բարեվիճակ. *Բնութեամբ քաջամասի վիճակի՝ ցանկ ամբողջ պահեցին զնա. Փիլ. իմաստն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔԱՋԱՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0986 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. εὑμοιρία bona sors, felicitas. Բարեմասնութիւն. յաջողութիւն. *Կատարեցելումն եւ վարեցելումն բնութեամբ քաջամասնութեամբ: Աիական քաջամասնութեան հանգէսք. Փիլ. լին.: Յհ. կթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)